ούρλιασμα

ούρλιασμα
και ουρλιαχτό, το [ουρλιάζω]
1. η χαρακτηριστική μακρόσυρτη κραυγή ζώου, σκούξιμο
2. μτφ. (για πρόσ.) άναρθρη κραυγή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ούρλιασμα — το, ατος και ουρλιαχτό, το χαρακτηριστικό γάβγισμα ζώου, σκούξιμο: Το ούρλιασμα των σκύλων, των λύκων, των τσακαλιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλυχτούρισμα — το θρηνώδες γάβγισμα, ούρλιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλυχτουρώ, κατά τα παράγωγα τών ρημάτων σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • γούρλιασμα — το το ούρλιασμα …   Dictionary of Greek

  • μουγκρητό — και μουγγρητό, το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μουγκρίζω, κραυγή θηρίου ή κατοικίδιου ζώου και ιδίως βοδιού ή αγελάδας, μυκηθμός, μουκάνισμα 2. (για πρόσωπα) γοερή και σπαρακτική κραυγή πόνου, ούρλιασμα, οιμωγή 3. (για τη θάλασσα) βοή,… …   Dictionary of Greek

  • ρυάσιμο — το, ατος ούρλιασμα, σκούξιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”